- ημίπυρος
- ἡμίπυρος, -ον (Α)ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -πυρος (< πυρ), πρβλ. διά-πυρος, ολό-πυρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμίπυρος — half of fire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίπυρον — ἡμίπυρος half of fire masc/fem acc sg ἡμίπυρος half of fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίπυρα — ἡμίπυρος half of fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίπυροι — ἡμίπυρος half of fire masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ԹԵՐԱԲՈՐԲՈՔ — ( ) NBH 1 0806 Chronological Sequence: 6c ա. ἠμίπυρος semiustus, semiardens Կիսով չափ բորբոքեալ. կիսավառ. *Ապա թէ թերաբորբոք իցէ հրութիւնն, ասի կիզիչ. Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)